εκφώνηση

εκφώνηση
η (AM ἐκφώνησις)
εκκλ. ἐκφωνήσεις
ύμνοι που εκφωνούνται στο τέλος μιας δεήσεως από τον αρχιερέα ή τον ιερέα στη διάρκεια τής λειτουργίας
νεοελλ.
1. απαγγελία ή αναγγελία που γίνεται μεγαλόφωνα
φρ. «εκφώνηση τών θεμάτων τών εξετάσεων»
2. (νομ.) «εκφώνηση υποθέσεως» — η αναγγελία από τον πρόεδρο δικαστηρίου τής υποθέσεως που θα δικαστεί
μσν.
1. διακήρυξη
2. έκφραση
αρχ.
1. προφορά
2. αναφώνηση
3. σημασία, έννοια, νόημα
4. επευφημία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκφώνηση — η 1. απαγγελία που γίνεται μεγαλόφωνα: Εκφώνηση ονομάτων. 2. ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο ο ομιλητής εκφωνεί με ζωηρότητα και πάθος τις λέξεις του επιζητώντας να εκφράσει ζωηρότερα τα συναισθήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκφωνήσῃ — ἐκφωνήσηι , ἐκφώνησις pronunciation fem dat sg (epic) ἐκφωνέω cry out aor subj mid 2nd sg ἐκφωνέω cry out aor subj act 3rd sg ἐκφωνέω cry out fut ind mid 2nd sg ἐκφωνέω cry out aor subj mid 2nd sg ἐκφωνέω cry out aor subj act 3rd sg ἐκφωνέω cry… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαγγελία — H τέχνη που διδάσκει στον ηθοποιό τον τρόπο ομιλίας, αφήγησης, ανάγνωσης κλπ. πάνω στη σκηνή. Λέγεται επίσης και τέχνη του λόγου. Διακρίνεται σε τραγική, δραματική και κωμική. Για σωστή α. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • ανεκφώνητος — η, ο (AM ἀνεκφώνητος, ον) αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» όπως το υπογεγραμμένο ( ι ) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί 2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με… …   Dictionary of Greek

  • απλολογία — Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλεται ολόκληρη συλλαβή που έχει το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο με άλλη παρακείμενη συλλαβή. Η α. είναι συλλαβική ανομοίωση. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η εκφώνηση συνεχόμενων συλλαβών, που έχουν τους ίδιους… …   Dictionary of Greek

  • απορραπίζω — ἀπορραπίζω (AM) αποκρούω, παραμερίζω μσν. ανασκευάζω αρχ. κάνω να πάλλεται (η πνοή κατά την εκφώνηση του ρ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”